- συγκοίτιον
- συγκοίτιονharlot's hireneut nom/voc/acc sg
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
συγκοίτιον — τὸ, Α (ενν. ἀργύριον) (κατά τον Ησύχ.) μίσθωμα, πληρωμή εταίρας. [ΕΤΥΜΟΛ. < σύγκοιτος «αυτός που κοιμάται με άλλον στο ίδιο κρεβάτι» + επίθημα ιος (πρβλ. λόγ ιος)] … Dictionary of Greek